θάλεια

θάλεια
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη του Ηφαίστου και της Αίτνας. Ο Δίας μεταμορφώθηκε σε αετό για να την αρπάξει, αλλά φοβούμενος την Ήρα, την έκρυψε στη Γη, όπου γέννησε την Παλίκη και τους δίδυμους Πολικούς. Ήταν προστάτιδα της βλάστησης. 4. Μία από τις κόρες της Νηρηίδας Δωρίδας και του Νηρέα.
* * *
Θάλεια και θάλια, ἡ (Α)
1. η άφθονη, η πλούσια («μοῖραν θάλειαν» — πλούσια μερίδα, Πίνδ.)
2. πανηγύρι, ξεφάντωμα
3. τρυφερός βλαστός φυτού, ο θαλλός
4. φρ. «Θάλεια ἥβα» — η ακμή τής νεότητας (Βακχυλ.)
5. ως κύριο όν. ἡ Θάλεια
α) μία από τις Μούσες
β) μία από τις Χάριτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτυρου αρσ. τ. τού επιθ. *θαλύς < θάλος «ευδιαθεσία, χαρά» < θάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Θαλεία — Θαλείᾱ , Θάλεια rich fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλεία — θαλείᾱ , θάλεια rich fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαλείᾳ — Θαλείᾱͅ , Θάλεια rich fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλείᾳ — θαλείᾱͅ , θάλεια rich fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλεια — rich fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλεια — rich fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάλεια — η κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φλωρά-Καραβία, Θάλεια — (Σιάτιστα 1871 – Αθήνα 1960). Ζωγράφος. Το 1874 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Μακροχώρι της Κωνσταντινούπολης, όπου και φοίτησε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Το 1895 πήγε στο Μόναχο και συνέχισε τις σπουδές της. Γύρισε έπειτα στην… …   Dictionary of Greek

  • Θαλείας — Θαλείᾱς , Θάλεια rich fem acc pl Θαλείᾱς , Θάλεια rich fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλείας — θαλείᾱς , θάλεια rich fem acc pl θαλείᾱς , θάλεια rich fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”